ἐκγένηται

ἐκγένηται
ἐκγίγνομαι
to be born of
aor subj mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • 'κγένηται — ἐκγένηται , ἐκγίγνομαι to be born of aor subj mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκγίγνομαι — ἐκγίγνομαι (Α) 1. κατάγομαι από κάποιον 2. είμαι παιδί κάποιου 3. έρχομαι στη ζωή 4. προέρχομαι, παράγομαι 5. (για χρόνο) περνώ 6. απρόσ. α) επιτρέπεται, παραχωρείται («ἵν ἤν σὺ βούλῃ τὸν ἄνδρα κολάσαι τουτονί, σοὶ τοῡτο μή ἐκγένηται», Αριστοφ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”